Σκλαβόκαμπος (2023-)

H ανασκαφή στο διαδίκτυο

Η αρχαιολογική θέση «Σκλαβόκαμπος» βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες του όρ. Ίδη (Ψηλορείτη), σε υψόμετρο περ. +400μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Εντάσσεται σήμερα στην περιοχή ευθύνης του δήμου Μαλεβιζίου Ηρακλείου Κρήτης (πρώην δήμος Τυλίσσου), και υπάγεται διοικητικά όσον αφορά στην αρχαιολογική αρμοδιότητα στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου, υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού.

              Η θέση, γνωστή στη βιβλιογραφία και εν μέρει ανασκαμμένη παλαιότερα, άρχισε να ερευνάται εκ νέου στο πλαίσιο πενταετούς ερευνητικού προγράμματος (2023-2027). Είναι πανεπιστημιακή, εκπαιδευτική ανασκαφή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υπό τη διεύθυνση της Άρτεμης Καρναβά.

Εικ. 1. Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου (λήψη: Αντώνης Λαγός, 2024, αρχείο ανασκαφής).

Τα αρχαία οικιστικά κατάλοιπα έγιναν γνωστά το 1930 με την ευκαιρία της διάνοιξης αμαξιτού δρόμου μεταξύ Τυλίσσου και Ανωγείων, μία διαδρομή 20 περ. χλμ. Σε απόσταση 6 περ. χλμ. ανατολικά του χωριού Γωνιές και στα νότια της οδικής χάραξης εντοπίστηκε λιθόκτιστο κτήριο της 2ης χιλ. π.Χ., το οποίο, μάλιστα, ανάγκασε τους μηχανικούς της εποχής σε ελαφρά μετατόπιση της αρχικής χάραξης του δρόμου (εικ. 1). Η ανασκαφή διεξήχθη από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο, Επιμελητή Αρχαιοτήτων Κρήτης εκείνη την εποχή, για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Έκτοτε, δεν είχε διενεργηθεί κάποιου είδους συστηματική αρχαιολογική έρευνα στη θέση ή στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο της. Η θέση βρίσκεται σήμερα εντός περιφραγμένου, απαλλοτριωμένου χώρου με σήμανση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και είναι άμεσα προσβάσιμη και ορατή από τον παρακείμενο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Εικ. 2. Αρχιτεκτονική κάτοψη του κτηρίου που αποκαλύφθηκε το 1930, όπου διακρίνεται το Βόρειο και το Νότιο τμήμα, καθώς και οι είσοδοι σε αυτά (αποτύπωση: αρχιτέκτονας Hans Münz, Μαρινάτος 1948).

Οι αρχαιολογικές πληροφορίες που διαθέτουμε προέρχονται από ένα και μοναδικό, αν και λεπτομερές, άρθρο του ανασκαφέα στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, που δημοσιεύθηκε περίπου σχεδόν είκοσι χρόνια μετά από την ανασκαφή (Σ. Μαρινάτος, «Το μινωικόν μέγαρον Σκλαβοκάμπου», Αρχαιολογική Εφημερίς 1939-1941 (1948), 69-96, παρένθ. πίν. 1-4). Ο ανασκαφέας εντόπισε κτήριο με είκοσι (20) δωμάτια, το οποίο ονόμασε «μέγαρον» ή «αγρέπαυλη» και χρονολόγησε εξολοκλήρου στην Ύστερη Μινωική Ι περίοδο (περ. 1600-1450 π.Χ.), χωρίς προγενέστερες αρχιτεκτονικές φάσεις (εικ. 2). Το κτήριο φαίνεται να χωριζόταν σε δύο τμήματα: Βόρειο και Νότιο, στα οποία είχε κανείς πρόσβαση από διαφορετικές εισόδους. Ο ανασκαφέας υπέθεσε ότι το Βόρειο Τμήμα αποτελούνταν από τα δωμάτια κατοίκησης και τις αποθήκες. Το Νότιο Τμήμα, που ενσωμάτωνε αυλή με τρεις πεσσούς, προτάθηκε ότι είχε βοηθητική χρήση και φιλοξενούσε κυρίως τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες.

Εικ. 3. Κινητά ευρήματα από την ανασκαφή του 1930: πίθος με ανάγλυφη σχοινοειδή διακόσμηση (αριστ.), πίθος με γραπτή διακόσμηση της Υστερομινωικής Ι περιόδου (δεξ. κάτω), πήλινο πόδι ανθρώπου και ειδώλια (δεξ. επάνω) (Μαρινάτος 1948, © Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία).

Από την ανασκαφική έρευνα του 1930 συλλέχθηκαν αρκετά αντικείμενα, τα οποία φυλάσσονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (εικ. 3). Πρόκειται για αντικείμενα καθημερινής χρήσης, εργαλεία και γενικότερο εξοπλισμό μίας κατοικίας (άωτα κύπελλα και πήλινο πύραυνο, κεραμεική όλων των μεγεθών και πίθοι, λίθινη σφύρα και πελέκεις, μυλόλιθοι και ακόνι, χάλκινα ελάσματα και καρφιά), κατάλοιπα κατανάλωσης τροφής (οστά ζώων, απανθρακωμένοι σπόροι), αντικείμενα λατρευτικά (πήλινο ανθρώπινο πόδι, πήλινα ειδώλια, πήλινο κεφάλι βοδιού, λίθινο ρυτό), αλλά και αντικείμενα πολυτελείας, όπως φαίνεται από την επιμελημένα διακοσμημένη πρόχου της φωτογραφίας.

Tο πιο «διάσημο» και σημαντικό εύρημα της ανασκαφής του Σκλαβόκαμπου ήταν ωστόσο τα 39 πήλινα, διοικητικά σφραγίσματα που εντοπίστηκαν στην είσοδο του Βόρειου Τμήματος (εικ. 4). Πρόκειται για πήλινα μικροσκοπικά αντικείμενα, που φέρουν ένα ή δύο αποτυπώματα σφραγίδων, και είχαν χρησιμεύσει για τη σφράγιση διπλωμένων, μικρού μεγέθους κομματιών δερμάτων ζώων με γραπτό κείμενο επάνω τους. Τα σφραγισμένα κομμάτια δέρματος, που βέβαια δεν μας έχουν σωθεί, αποστέλλονταν από τον τόπο κατασκευής τους σε κάποια άλλη τοποθεσία, με άγνωστο όμως σε μας σκοπό, και αυτό υποθέτουμε ότι είναι και η περίπτωση του Σκλαβόκαμπου: τα έγγραφα και τα σφραγίσματά τους δεν γράφτηκαν ούτε σφραγίστηκαν επί τόπου, αλλά στάλθηκαν από άλλη τοποθεσία προς τον Σκλαβόκαμπο. Το αν ο Σκλαβόκαμπος ήταν ο τελικός τους προορισμός ή όχι είναι ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Τα πήλινα σφραγίσματα φέρουν αποτυπώματα πολλών και διαφορετικών σφραγίδων εξαιρετικής ποιότητας και ποικιλίας (εικ. 5), οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν όταν ο πηλός ήταν ακόμα νωπός. 

Εικ. 4. Πήλινα σφραγίσματα από τον Σκλαβόκαμπο: τέσσερα σφραγίσματα που φέρουν το αποτύπωμα του ίδιου χρυσού, σφραγιστικού δαχτυλιδιού με μοτίβο αρματοδρομίας (φωτογραφίες: Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, © Υπουργείο Πολιτισμού).
Εικ. 5. To μοτίβο της αρματοδρομίας στο χρυσό δαχτυλίδι: σχέδιο που ανασυντέθηκε από τα τέσσερα σφραγίσματα της Εικ. 4 (σχέδιο: Corpus den Minoischen und Mykenischen Siegel-Χαιδελβέργη, CMS II6, 260).

              Το πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κρήτης (2023-2027) έχει βέβαια ως κύριο στόχο του την εκπαίδευση των φοιτητριών/ών του πανεπιστημίου στις μεθόδους έρευνας του αρχαιολογικού πεδίου, και η ανασκαφική περίοδος κάθε χρονιά διεξάγεται συνήθως μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου. Ταυτόχρονα, οι φοιτήτριες/ές καλούνται να χειριστούν, να μελετήσουν και να ενσωματώσουν στα καινούργια δεδομένα της έρευνας υλικό της παλαιότερης ανασκαφής, είτε των κατά χώραν καταλοίπων, είτε των κινητών ευρημάτων και της ενδεχόμενης σωζόμενης τεκμηρίωσης ή αρχείων, τα επονομαζόμενα στη διεθνή βιβλιογραφία ως legacy data, για ερευνητικούς σκοπούς. Ένας επιπλέον στόχος είναι η εξοικείωση των φοιτητριών/ών με την έννοια της διαχείρισης ενός υφιστάμενου αρχαιολογικού χώρου, και πώς αυτός θα μπορούσε να μετατραπεί στο μέλλον σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, μέσω της συντήρησης και της ανάδειξης των σωζώμενων αρχαιολογικών καταλοίπων, καθώς και της παραγωγής πληροφοριακού υλικού για τους επισκέπτες.

              Με τους καθαρισμούς και την ανασκαφική έρευνα και αποτύπωση των υφιστάμενων δομών του χώρου αναμένεται να διασαφηνιστεί η εικόνα του αποκαλυφθέντος κτηρίου και του περιβάλλοντος χώρου του. Ο πρώτος ανασκαφέας Σ. Μαρινάτος ήδη είχε δει ότι το κτήριο περιβάλλεται από οικισμό. Όσον αφορά στο καθαρά ερευνητικό κομμάτι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γνωρίζουμε και κατανοούμε ελάχιστα τον χαρακτήρα και τη σπουδαιότητα του ίδιου του κτηρίου. Δεν μας είναι σαφής η ακριβής χρονολόγησή του με βάση τα δεδομένα της έρευνας που έχουν συλλεχθεί στην Κρήτη και στο ευρύτερο Αιγαίο πριν και μετά από το 1930, και, κυρίως, δεν μας είναι κατανοητός ο ρόλος αυτού του κτηρίου και του οικισμού στον οποίο ανήκει στο πλαίσιο του διοικητικού δικτύου της νεοανακτορικής Κρήτης. Το κτήριο έχει ονομαστεί στη βιβλιογραφία ως «αγρέπαυλη», και έχει προταθεί ακόμα ότι χρησίμευε ως «τελωνείο» για τους περαστικούς (από πού, και προς τα πού;). Η αρχαιογνωστική έρευνα για τις μινωικές «επαύλεις» και «αγρεπαύλεις», κτήρια επιμελημένης κατασκευής και πλούσιου περιεχομένου, που έχουν ανασκαφεί ή ανασκάπτονται σε όλη την Κρήτη, αλλά ειδικά τα τελευταία χρόνια σε ορεινές περιοχές του νησιού, αναμένεται να εμπλουτιστεί από την ανασκαφική έρευνα του Σκλαβόκαμπου.